οξαποδώ

οξαποδώ
ο
(άκλ.), ο διάβολος, ο δαίμονας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οξαποδώ — και οξαποδώς και οξαποδός, ο βλ. εξαποδώ(ς) …   Dictionary of Greek

  • εξαποδώ(ς) — και οξαποδώ(ς), ο (αποτρεπτικά κατ ευφημισμό και πάντ. με άρθρο) διάβολος, σατανάς, αυτός που είναι έξω από εδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση έξω από δω] …   Dictionary of Greek

  • (ε)δώ — τοπ. επίρρ. 1. (για στάση και κίνηση) στο μέρος όπου βρισκόμαστε ή για το οποίο γίνεται λόγος: Έλα πιο εδώ. – Μένω εδώ τρία χρόνια. 2. (για καταστάσεις, γεγονότα, ενέργειες) αντί για τύπους της δεικτ. αντων. αυτός: Συμφωνήσαμε σε όλα, αλλά εδώ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαποδώ(ς), ο — και οξαποδώ(ς), ο άκλ., διάβολος, σατανάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”